Περίβλεπτο Μαγνησίας

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΛΕΠΤΟΥ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΦΕΡΩΝ
ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009


Παραμονή Φώτων τότε στο Περίβλεπτο
διήγημα

Στο Θανάση των παιδικών μου χρόνων

Γιορτές Χριστουγέννων και χιονιάς πάνε πάντα μαζί. Αντίθετα εκείνη τη χρονιά είχε κάνει καλό καιρό, και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, και όλοι το θεωρούσαν βέβαιο ότι τα Φώτα θα «πιάσει» και θα «ανακατωθεί» επιτέλους ο καιρός. Πράγματι έτσι έγινε. Την προπαραμονή των Φώτων ο καιρός ήταν παρά φύση φουρτουνιασμένος και άρχισε να ρίχνει βελονιαστό χιονόνερο.
Θα ‘χαν περάσει δύο ώρες τουλάχιστον που σκοτείνιασε, ήταν 8 η ώρα το βράδυ. Σε μια τοποθεσία του χωριού που τη λέγανε «Γήπεδο» ή «Πλάϊ» μια ομάδα δεκαπέντε περίπου παιδιών ήταν καταχωνιασμένα κάτω από την καρότσα ενός τρακτέρ,για να προφυλαχθούν κάπως από το διαπεραστικό ως τα κόκκαλα κρύο εκείνης της χειμωνιάτικής βραδιάς. Είχε προηγηθεί βέβαια το «βάρεμα» των κουδουνιών και των κυπριών γύρω από το χωριό, για να φύγουν οι καλικάντζαροι του δωδεκαήμερου, και τώρα αποσταμένοι συσκέπτονται για να δουν αν θα τραγουδήσουν αύριο τα Φώτα, γιατί ήδη είχε αρχίσει να χιονίζει« το ‘χε στρώσει μάλιστα και μέχρι το πρωί ….
- Δε γίνεται να χάσουμε το τραγούδι αύριο! είπε ο Θανάσης θέλοντας μ’ αυτό να προκαταλάβει την γνώση των άλλων.
- Συμφωνώ κι εγώ, είπε ο Βασιλάκης. Χάνεται αυτό το πανηγύρι;
Και το χαρτζιλίκι; Είναι δυνατόν να το χάσουμε; Συγκατάνευσε ο Γιαννάκης, ο φιλάργυρος της παρέας. Αυτό δε γίνεται με τίποτε.
Η απόφαση είχε παρθεί, και οι πιο διστακτικοί το αποφάσισαν. Το έργο τους μεγάλο. Είχαν ν’ αντιμετωπίσουν την αγρίλα του βαρυχειμωνιά. τις γεμάτες από αγάπη συμβουλές του αγαπημένου τους παππού, τη μουρμούρα της μαμάς τους και το αυστηρό βλέμμα του πατέρα τους. Όλα αυτά έπρεπε να τα αψηφήσουν γιατί είχαν δώσει τα χέρια τους όλοι : θ’ άρχιζαν το τραγούδι στις 8 το πρωί καθένας με την παρέα του και μετά συνάντηση στις 11 το πρωί στην πλατεία του χωριού.
Το βράδυ ο καιρός σκύλιαζε. Ο αγέρας μπουρίνιασε για τα καλά και έφερνε το χιόνι «ανεμοσούρι» που σκέπαζε τα πάντα. Έξω φυσομανούσε ο χιονιάς και βογκούσανε τα δέντρα. Σκέτη κοσμοχαλασιά …..
Εκείνο το βράδυ ο Γιωργάκης της Βασίλως δεν έβρισκε ησυχία. Κάθε λίγο έβγαινε στην πόρτα και κοιτούσε τι καιρό κάνει. Είχε πάρει την υπόσχεση από τον πατέρα του ότι, αν δε χιόνιζε την επομένη θα πήγαινε να τραγουδήσει μαζί με το φίλο του το Θανάση. Πού να τον κολλήσει ο ύπνος με τέτοια αγωνία; Ζήτημα να κοιμήθηκε. Βασανιστικά με την έννοια πάντα στην εξέλιξη του καιρού κύλισαν, και οι τελευταίες ώρες της νύχτας ώσπου ήρθε το πρώτο χάραμα της μέρας.
Το χιόνι ήταν περίπου μισό μέτρο, μα ο καιρός ήταν ήρεμος δε φυσούσε και σταμάτησε να χιονίζει. Σε λίγο ήρθε και ο Θανάσης και ξεκίνησαν πάνοπλοι με κουκούλες, παλτά και γαλότσες μέχρι το γόνατο. Τα βήματά τους πρώτα και παρθένα στο κατάλευκο χαλί του χιονιού. Άρχισαν με όρεξη και χαρά να τραγουδούν.
Σ’ αφεντικό ξεβγήκαμε
σ’ αφεντικό να πάμε
να πάμε να τιμήσουμε ….
Αφεντικό ήταν η κουμπάρα , η γειτόνισσα η Βαγγέλινα, ο μπάρμπα Μήτσιος, η θεια- Κατίνα και ο μπάρμπα- Βαγγέλης και οι απολαβές των κόπων τους καλούδια (φιρίκια μήλα, σύκα), δεκάρες, πενηνταρούλια, πού και πού καμιά δραχμούλα.
Ήξεραν να λένε τραγούδια πολλά ανάλογα με το σπιτικό. Ο Θανάσης σ’ αυτά ήταν καταπληκτικός. Έτσι όταν πήγαιναν σε σπιτικό με ανύπαντρα παιδιά τραγουδούσαν :
Ξεκίνησε ο νιούτσικος
να πάει ν’ αρραβωνιάσει …..
Χαρούμενος ο νοικοκύρης έβγαζε απλόχερα και έδινε από το υστέρημά του.
Όταν πήγαν στο σπίτι του μπάρμπα-Βασίλη του Κανατά που ο γιος του είχε μωρό παιδί τραγούδησαν το :
Αφέντη μου στο παιδάκι σου
χρυσό καντήλι κρέμεται …… Του μπάρμπα- Βασίλη τότε γελούσαν και τα μουστάκια του ακούγοντας το τραγούδι για τον εγγονό του το Βασίλη το νεότερο, και έτσι αν και φημίζονταν για την τσιγκουνιά του, άνοιγε η καρδιά του και γινόταν απλοχέρης. Όταν έφθαναν σε σπίτια τσοπαναραίων έλεγαν :
Εδώ να βελάζουν πρόβατα
εδώ να βελάζουν γίδια
εδώ να βελάζουν τα αρνιά
μαζί με τα κατσίκια ………

Χαρούμενοι τότε αυτοί φίλευαν πλουσιοπάροχα τα παιδιά παρά όταν τους έλεγαν το κοινό τραγούδι «Αύριο είναι τα φώτα». Όταν έφθασαν στο σπίτι του νοικοκύρη που τους αντάμειψε γενναιόδωρα τότε ο Θανάσης δεν άντεξε και φώναξε δυνατά :
- Κοιτάξτε εδώ τι μας έδωσε ετούτος ο αφέντης ένα αμπάρι σιτάρι, ένα φούρνο ψωμί, πάντα να έχει να δίνει και η καρδιά του να του αφήνει.
Σε λίγο στους δρόμους του κατάλευκου χωριού ένα αληθινό παιδομελίσσι είχε ξεχυθεί. Μοναδική παραφωνία ο παπάς του χωριού, ο απλοικός Λευίτης του Θεού αλλά και του χωριού , που κρατώντας στο ένα χέρι του ένα κακάβι με νερό και το άλλο το Σταυρό και το βασιλικό πήγαινε να φωτίσει τους νοικοκυραίους. Με το μαύρο καλιμαύχι του και το μαύρο ράσο του φάνταζε μες στο κατάλευκο τοπίο του χωριού σαν κάτι ξεχωριστό και αλλιώτικο.
Οι παρέες των παιδιών, όταν συναντιούνταν, το πρώτο που ρωτούσαν ήταν τι έκαναν οι άλλοι φίλοι τους, αν δηλαδή αψήφησαν το κρύο και όχι μόνο και βγήκαν για τραγούδι. Από ένα πρώτο υπολογισμό φαινόταν καθαρά ότι οι «κιοτήδες» ήταν ελάχιστοι. Είχαν όμως καιρό ακόμη για να ξεπορτίσουν.
Σιγά- σιγά η ώρα όμως περνούσε. Έπρεπε να είναι πιστοί στη σύναξή τους στην πλατεία του χωριού. Στις 11 άρχισαν να φθάνουν τα πρώτα παιδιά στην πλατεία στο υπόστεγο του εγκαταλελειμμένου μύλου. Στις 1130 ο μύλος γέμισε από παιδιά. Τα πηγαδάκια πολλά και τα θέματα των συζητήσεων ήταν πόσα χρήματα μάζεψαν, ποιος τους έδωσε περισσότερα και πόσα γλιστρήματα έφαγαν. Τις συζητήσεις διέκοψε η φωνή του Θανάση που φώναζε τα ονόματα των παιδιών. Στο άκουσμα του κάθε ονόματος μια λέξη ακούστηκε μόνο « παρών». Εκεί ήταν όλοι πιστοί στην υποχρέωσή τους.
Σειρά είχε τώρα το παιχνίδι με τα χιόνια. Στην αρχή άρχισαν να φτιάχνουν χιονάνθρωπους και στο τέλος κατέληξαν με το χιονοπόλεμο. Το τι γινόταν δεν περιγράφεται. Παντού έβλεπες ξυλιασμένα χέρια, ρόδινα μαγουλάκια και κόκκινες μυτίτσες. Παιδιά και χιόνια έσμιξαν και έγιναν ένα. Συνταίριαζαν αρμονικά και έσμιξαν το κατάλευκο και ρομαντικό χιονισμένο τοπίο με την λευκότητα και την καθαρότητα των άσπιλων και αμόλυντων παιδικών τους ψυχών.
Κάποτε απόστασαν και βρήκαν καταφύγιο να καθίσουν στα παλιόξυλα του μύλου. Στη συνέχεια με πρώτους το Βασιλάκη, το Τάσο, το Δημήτρη, το Γιάννη ξεκίνησαν για τα σπίτια τους με βήμα βαρύ και με στενάχωρο ύφος. Τους περίμενε ακόμη μια μέρα διακοπών και μετά πάλι σχολείο ξανά πάλι στη καθημερινή ρουτίνα του με τις όποιες δυσκολίες του.
Τέτοιες μέρες στο χωριό γίνεται αφορμή να μας ΄ρθει στο νου μας ολόκληρος ο κόσμος των παλαιών εκείνων ημερών. Βουίζει συνεχώς στα αφτιά μας το μελισσολόι των παιδικών αναμνήσεων. Ξεθάβοντας τα λιθοσώρια αυτών των παιδικών αναμνήσεων βρίσκεις την διαφορά της ανθρώπινης κοινωνίας του τότε και του σήμερα. Δε θα συμφωνήσω με τη γνώμη των μερικών ότι τα βλέπαμε έτσι μέσα από την άδολη παιδική μας ψυχή. Όχι, όχι δεν ήταν έτσι. Τότε ξεκινούσαν όλα από μια εσωβαθή χαρά από μια ιερή αθωότητα.
Εκείνα τα χρόνια τότε εκεί, στο Περίβλεπτο, στις γιορτές των Χριστουγέννων από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτε. Όλα υπήρχανε. Σπήλαιο οι άδολες καρδιές των συγχωριανών μου, ποιμένες τα αγνά και απονήρευτα πρόσωπα του μπάρμπα Γιώργου του Αράθυμου, του μπάρμπα Στέλιου του Πισωκέντη, του μπάρμπα Χρήστου του Ζεγκίνη και όχι μόνο. Οι Μάγοι στα πρόσωπα των ξενιτεμένων που γυρνούσαν στο χωριό τους και έφεραν δώρα και χαρά. Και ο ίδιος ο Χριστός ήταν παρών στα πρόσωπα όλων αυτών των ηρώων της ιστορίας που σήμερα σταδιοδρομούν και ζουν ευτυχισμένα στην πόλη του Βόλου και αλλού.

Γράφει ο
Τσιακούμης Παναγιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Load Counter